Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Είκοσι καλοκαίρια...

''Εκείνη είχε μάτια τρυφερά, βλέμμα θλιμμένη ψύχρα. Ματωμένα τα νύχια της από την πολύ δουλειά, σκουριασμένα άκρα. Λευκά φορέματα φορεί-τα έντυνε με νυχτολούλουδα- μυρίζει τα σύκα στην αυλή, κυνηγάει ελεύθερες πεταλούδες. Αγγίζει τα μούρα απαλά με τα ταλαιπωρημένα χέρια. Με τα ίδια χέρια πλέκει, πλένει, σκουπίζει, σφουγγαρίζει...
Φωνή μελωδική την καλύπτει στην πλάση, καμπουριασμένη πλάτη και πόδια πρησμένα από την ορθοστασία. Ξυπνάνε οι άγγελοι της, αναζητούν το γάλα, τρέχει να τα προλάβει, τα προλαβαίνει όλα! Έχει φωτεινό πρόσωπο με σταρένια υφή , καίγεται από την αγκαλιά του ήλιου. Εκείνος την κοιτάζει με αυστηρό βλέμμα της παράδοσης, που κυριεύει το μυαλό κάθε αρσενικού. Γεμίζει νερά σε μπουκάλια από την λίμνη... εργατικά χέρια που ποτέ δεν την αγκαλιάζουν, βλέμμα μελαγχολικό που ποτέ δεν δακρύζει, χαμόγελο αληθινό που ποτέ δεν γελάει. Και πάλι την κοιτάζει, μάλλον την θαυμάζει δυνητικά! 
Φυσάει ο αέρας στην αυλή, κυλάει στα παράθυρα βροχή καλοκαιρινή... Λες να είναι χαμένη άνοιξη;;; Εκείνος φεύγει μες στην βροχή, αναζητά τα χαμένα... Εκείνη πλέκει τα μαλλιά, φοράει το μώβ φόρεμά της, μυρίζει άνθη βρεγμένα, πλησιάζει...ταξιδεύει στις ευωδιές από τα νιάτα. Κοιτάει περιφρονιτικά   αριστερά, γαβγίζει ο μαύρος σκύλος, ακούει βήματα στρέφει το κεφάλι στα δεξιά, τρεις άγγελοι μετρούν αστέρια το πρωί. 
Πάλι το περπάτημα της ελαφρύ, με το χαμόγελο πλατύ, άφησε σχοινιά... άρπαξε τουλίπες! Τα γόνατά της δεν λύγιζαν. Μου είπε ήρθε η άνοιξη...με ξύπνησε, όπως κάθε πρωί. Μου έδωσε το χέρι της και περπατήσαμε μαζί είκοσι καλοκαίρια''