Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

Ώσπου και εγώ αμφέβαλα.

     Η μητέρα μου τα είχε όλα! Ήταν πανέμορφη, ψηλή με καμπύλες, πράσινα μάτια, ξανθά μαλλιά, έξυπνη, δυναμική με προσωπικότητα. Ο πατέρας μου, όμως, όπως έλεγε εκείνη δεν είχε τίποτα όμοιο με αυτή. Εγώ από μικρός προσπαθούσα να βρω τις χαμένες μου νότες, να τις στήσω στο πεντάγραμμο και να γίνω σαν τον μπαμπά! Μουσικός! Η όμορφη και καλλιεργημένη μητέρα μου υστερούσε σε κάτι μοναδικό, στην κατανόηση. Ποτέ δεν κατάλαβε τον ψυχικό κόσμο του φτωχού πατέρα και την αυτονόητη κλίση του γιού της. Ο πατέρας μου, ποτέ δεν της έκανε πρόταση γάμου, ποτέ δεν την παντρεύτηκε, ποτέ δεν με είχε δει, ποτέ μου δεν τον είδα! Πέθανε! Αλλά ακόμη και αυτό το γνωρίζω σύμφωνα με την Φιρουζά.
     Η μητέρα μου άλλαξε το όνομά της από  Ρόζα σε Φιρουζά! Με είχε πείσει πως είναι καλύτερο για την δουλειά της, που μέχρι εκείνη την ημέρα δεν γνώριζα ποια είναι… Ήταν μυστήρια γυναίκα με απαιτήσεις, έκπνεε στους άλλους έναν δυσνόητο δυναμισμό, που μόνον οι άντρες κατάφερναν και περιεργάζονταν. Οι υπόλοιπες γυναίκες, από την άλλη, είχαν πάντοτε κάτι να πουν, να σχολιάσουν ή και να ζηλέψουν. Για εκείνους η Φιρουζά στέκονταν κάθε μεσημέρι στο παράθυρο με μια πίπα στο χέρι, φυσούσε με κύρος και αισθησιασμό τον καπνό, κάθε φορά τον κοιτούσε, ενώ αυτός σχημάτιζε τα δίχτυα του στην καθαρή ατμόσφαιρα, σε εκείνη που εγκλωβίστηκα αργότερα και εγώ. Για εμένα η μητέρα μου όταν ήταν στο παράθυρο σήμαινε, πως περίμενε την επιστροφή μου από το σχολείο.
     Τα μάτια της μητέρας μου ήταν διεισδυτικά, παρατηρούσαν κάθε λεπτή λεπτομέρεια και αυτό γιατί πίστευε στην ομορφιά! Ακόμη και εμένα, θυμάμαι, με έντυνε προσεκτικά, τα κορδόνια από τα σκαρπίνια, αν και παλιά, τα έδενε πάντα με τον ίδιο τρόπο, έπρεπε ο κόμπος να είναι ο ίδιος. Επίσης, ο γιακάς του πουκαμίσου μου έπρεπε να είναι άψογα σιδερωμένος, ενώ η γραμμή του παντελονιού έπρεπε να ακουμπά την δική της νοητή κάθετη ευθεία γραμμή. Μονάχα τότε ήμουν έτοιμος να βγω σαν άνθρωπος και όχι σαν τον άχρηστο πατέρα μου! Λόγια δικά της… Είχε ένα αγαπημένο χρώμα, το κόκκινο! Κόκκινη κορδέλα, κόκκινο κραγιόν, κόκκινο φόρεμα… αυτή είναι η Φιρουζά, που όλοι στη γειτονιά την αναγνώριζαν. Κάθε φορά που περπατούσε με γυμνά τα ψηλόλιγνα πόδια της, οι άντρες αν και γνώριζαν πως είναι χήρα την θαύμαζαν, την φλέρταραν και άλλοι απ’ όσο καταλάβαινα πλησίαζαν και την φιλούσαν, χωρίς ενδοιασμούς.
     Αρκετές φορές είχα αντικρύσει μικρός αυτή την εικόνα από το ίδιο παράθυρο που στεκόταν εκείνη, καθώς επέστρεφα από το σχολείο. Κρυβόμουν όμως γρήγορα πίσω από τη διάφανη κουρτίνα, κατάπινα το σάλιο μου και απλά βυθιζόμουν στην απορία...  Κάποιες φορές αναλογιζόμουν αν με αγαπούσε, γιατί ποτέ της δεν με είχε αγκαλιάσει, ποτέ της δεν με είχε φιλήσει, όπως εκείνους τους ξένους κυρίους σε εκείνο το δωμάτιο δίπλα στη σοφίτα, που παρέμενα κλειδωμένος. Καμία φορά δεν είχε πει σε κανέναν, πως είμαι ο γιος της, ώσπου μέχρι και εγώ αμφέβαλα. Σκεφτόμουν μήπως πρέπει να μεγαλώσω και εγώ για να με βάλει  στο ίδιο δωμάτιο με εκείνη και να με φιλήσει.
     Μία φορά, ενθυμούμαι, ένας με μουστάκια χοντρός κύριος με κύρος και χρήμα, είχε έρθει σπίτι, είχαν απομονωθεί στο βροτό αινιγματικό δωμάτιο και εγώ όπως κάθε μέρα μετά τις επτά ήμουν κλειδωμένος στη υποδηλωτική σοφίτα. Ξαφνικά άκουσα παράξενες φωνές, κάτι σαν εντάσεις, τσακωμούς, χαστούκια. Πετάχτηκα! Άρχισα να κρούομαι στη ξύλινη παλαιά πόρτα της σοφίτας, να κλαίω και να φωνάζω σα πεινασμένο θηρίο. Σε λίγα μόλις λεπτά, η μητέρα μου άνοιξε. Την παρατήρησα από πάνω έως κάτω. Το πανέμορφο πρόσωπό της ήταν γεμάτο από γδαρσίματα, ενώ το σώμα της ήταν ολόγυμνο, αλλά τυλιγμένο με ένα λευκό σεντόνι, δεν έλαμπε πλέον. Πού χάθηκε το μυστήριο και σαγηνευτικό της βλέμμα; Ήταν το αίσθημα της ντροπής αυτό που την κυρίευσε, ήταν οι ενοχές αυτές που την  ανάγκασαν να σκύψει το κεφάλι μπροστά στο δικό μου το κουτό.
     Με το χαώδες βλέμμα να συνοδεύει το μισάνοιχτο στόμα, κοιτούσα τον παχύ κύριο, που ντυνόταν βασανιστικά κοντά μου. Τα δάκρυα είχαν χαράξει ήδη το δρόμο τους στα μάγουλά μου, ενώ ο λάρυγγας μου είχε γευτεί τις δυο-τρείς σταγόνες, που δεν είχα προλάβει να σκουπίσω. Η πανέμορφη Φιρουζά στεκόταν στα λευκά ντυμένη σεντόνια με την αριστερή της λεκάνη να προεξέχει από το άνοιγμα του σεντονιού, παράλληλα τα χέρια της έσφιγγαν γροθιές στις δυο άκρες του υφάσματος επάνω στο στήθος της.  Επικρατούσε σιωπή αρκετά λεπτά, η δική μου λαχανιασμένη βαθιά ανάσα κούρδιζε τους χτύπους του ρολογιού. Ο τροφαντός κύριος κλόνισε τη σιωπή. 
-Ποιος είναι αυτός ο μικρός; Σου τον έστειλαν για να τον κάνεις άντρα; Η Φιρουζά έσκυψε το κεφάλι της προς το μέρος μου, αλλά δίχως να με κοιτάξει και του αποκρίθηκε με ένα όχι! Ένα απλό ξερό όχι… Εκείνος διόρθωσε το μουστάκι του, χαμογέλασε και έφυγε αργά κουτσένωντας. Τότε για πρώτη φορά κατάλαβα, πως δεν γνώριζε κανείς από αυτούς τους κυρίους ότι εγώ βρισκόμουν στη σοφίτα κλειδωμένος, όσο η Φιρουζά τους αγκάλιαζε…  
     Τρείς ημέρες κύλησαν στο ημερολόγιο, η μητέρα μου δεν ενδιαφερόταν αν πήγαινα σχολείο, αν έτρωγα, αν έκανα μπάνιο, αν έδενα σωστά τα κορδόνια μου, ίχνος σημασίας δεν αντιλήφθηκα. Όλη την ημέρα στεκόταν σε εκείνο το μισάνοιχτο παράθυρο με την πίπα στο χέρι, άφηνε το βλέμμα της ελεύθερο και σάλευε. Την ακολουθούσε το βλέμμα μου ανελλιπώς, νομίζω πως έπινε κιόλας, κρυφά βέβαια, δεν ξέρω από ποιον, αφού γνώριζε ότι εγώ όλα τα αντιλαμβανόμουν.
     Μήνες κύλησαν, είχε αλλάξει τακτική, ακόμη αγκάλιαζε τους άντρες, αλλά πλέον δεν με έκλεινε στη σοφίτα ωσότου φύγουν, απλά  διέταζε  να φύγω!  Έβγαινε στο γνωστό παράθυρο, έφτυνε κάτω ωμό σάλιο, ενώ απαιτούσε να έχω επιστρέψει ωσότου εκείνο να ‘χει στεγνώσει. Ομολογώ πως δεν έφευγα μακριά, φοβόμουν τις συνέπειες. Κάτω στην πόρτα υπήρχαν πολλοί άντρες, οι οποίοι την ανέμεναν, τους οποίους δεν ήξερα, αλλά και εκείνοι δεν γνώριζαν…
     Μια μέρα είχα προκόψει αρκετά, σχεδόν είχα ωριμάσει, ήταν η πρώτη φορά που άργησα να επιστρέψω, που κάπνισα πίπα κρυφά, που ήπια και έπαιξα με το φλάουτο του Γκένριχ του γείτονά μου. Κρυβόμουν! ήξερα από ποιον, το "γιατί" δεν μπορούσα να καταλάβω. Είχα μπερδευτεί, έως ότου ήταν ειδεχθή να ταυτιστώ με τον πατέρα μου, που ποτέ δεν γνώρισα, και τώρα γιατί είναι τόσο οικτρό να γίνω όμοιος με την μητέρα μου;
     Επέστρεψα νύχτα, οι κύριοι θα έπρεπε να έχουν φύγει… Ανέβηκα τα σκαλιά, σχεδόν μπεκρομουτρομένος, η πόρτα του δωματίου ήταν ανοιχτή και δύο άγνωστοι άντρες ήταν μέσα. Δεν θέλω καν να ατενίσω τις εικόνες μου. Οι κάθε νότα σκέψης ήταν ετοιμόρροπη στο κάλεσμα του κλάματος. Βούρκωσαν τα μάτια, έσφιγγα τα δόντια, μάτωσαν τα ούλα, απαγχόνισα τις γροθιές της αδικίας, δεν γνώριζα ποιον έπρεπε να πλακώσω! Ίσως και τον έσχατο εαυτό μου, που γεννήθηκα χαριστικά για δω την μητέρα μου να μεταμορφώνεται σε πόρνη. Δεν είσαι τόσο βρώμικη. Δεν θα ήθελα ποτέ να είσαι…
     Ο ομόψυχος ξανθός κύριος, που βρίσκονταν μέσα με είδε, άρχισε να χτυπάει χαροποιημένος παλαμάκια, το δυνατό και δριμύ του γέλιο ακόμη ηχεί στα αυτιά μου. Σε δευτερόλεπτα με έσυρε σα φροκάλι στη Φιρουζά, έκλεισε τη πόρτα, την κλείδωσε! Η Φιρουζά πια δεν ήσαν μητέρα μου, σαστισμένα με κοιτούσε, την έζωσαν  ντροπές, έπλασε την κόλαση για να την γευτώ εγώ! Εκείνοι χασκογελούσαν, σαν τιμωρία στον αργό μου θάνατο. Την πρόσταξαν να μη μου χαλάσει χατίρι, να με εξυπηρετήσει, δεν φαντάστηκαν πως είμαι ο γιος της, εκείνος που έντυσε το πρόσωπό της με πάγο. Εκείνη ανέσενε πολύ βαριά, εγώ έκλαιγα πάλι σαν βρέφος, παράλληλα την λυπόμουν. Πέταξαν χρήματα πολλά απάνω στο σάπιο κρεβάτι της, σάπιο από συναισθήματα… Την μίσησα! Το μικρό μου μυαλό αιρετικό πια, γονάτισε μπροστά σε άγριες σκέψεις και χλευαστικά συναισθήματα. 
-Τι κοιτάζεστε; είπε ο άλλος, ο ηλικιωμένος.
     Με έσπρωξαν με βία επάνω της, εκείνη ήταν ολόγυμνη. Ξαφνικά με αγκάλιασε! Πρώτη φορά! Ήταν τόσο δυνατό! Τόσο μοναδικό! Έκλαιγα ακόμη, χαιρόμουν, αλλά την σιχαινόμουν. Άρχισαν πάλι τα παλαμάκια! "Άντε, άντε", της έλεγαν ,"ξεκίνα! Καν’ τον άντρα επιτέλους, να τον περιποιηθούμε και εμείς!" Γελούσαν… Εκείνη τους φοβόταν, τους κοιτούσε κατάματα με γουρλωμένα μάτια και βούρκωνε. Της είπαν πως θα αποκάλυπταν το μυστικό της αν δε ξεκινούσε. Εκείνη άρχισε να με φιλάει, πολύ τρυφερά, κοιτώντας εκείνους. Είχα θολώσει, πάγωσε το είναι μου. "Σσσς, σσς" έλεγε ψιθυριστά η Φιρουζά στο αυτί μου. Ξέχασε πως είμαι ο γιος της και με χειρίστηκε σαν εραστή! Πλέον δεν ήταν μητέρα μου, μια πόρνη ήταν! Μια πόρνη που γονάτισε μπροστά μου.
      Ο ξανθός με πλησίασε γυμνός, εγώ τον κοιτούσα, ενώ έκλαιγα, ένας εφιάλτης συναισθημάτων με έπνιγε… Σκούντησε τη Φιρουζά με τα πόδια, πολύ δυνατά, όμοια με κλωτσιά θανάτου! Ο ηλικιωμένος την χτυπούσε, ενώ εγώ ο μικρός προσπαθούσα να αντισταθώ. Η Φιρουζά βόγκαγε, έσκουζε και φώναζε το όνομά μου, είμαι σίγουρος πως ακούστηκε σε όλη τη πλάση. Είχαν κλείσει τα μάτια μου από τον τρόμο και το σκοτάδι που με τύλιξε . Όταν ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος! Η Φιρουζά με ανοιχτά τα πόδια, σχεδόν πεσμένη, εμφανίστηκε, μόλις εκείνος ο σαρκαστικός άντρας έπεσε κάτω στο πάτωμα! Οι δυο σαρδόνιοι άντρες ήταν πεσμένοι κάτω. Σε λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκε στο πάτωμα και εκείνη. Φώναζε. Μόνο ένα θυμάμαι… καλούσε με την ένταση της φωνής και το βουβό της κλάμα ένα όνομα, Τομάσο!

   Οι φωνές της Φιρουζά γέμισε όχλο τον οίκο μας. Όλοι πλέον, αντίκριζαν την όμορφη Φιρουζά γυμνή στο πάτωμα, με νεκρή ψυχή και σπιλωμένο σώμα. Τα σχόλια υμνούσαν το ένα το άλλο, ενώ το σπίτι έμοιαζε με βροχερή κωμόπολη και αποθαμένους ήρωες με μια σορό στο πάτωμα… Μια σειρά από εν στολών προσήλθαν… και με φυλάκισαν!