Αστικό, Νο 7.
<< Κάθομαι στο τελευταίο κάθισμα του άφωνου αστικού νούμερο 7. Θεσσαλονίκη εδώ, δρόμοι, κτίρια, αυτοκίνητα,
ποδηλάτες, ουρανός… Ζωντάνια, άγχος, γέλια, συζητήσεις, βλέμματα, αναίδειες…
Παρανομίες, κοσμοπολίτες, φτωχοί, άποροι, κοινωνία… Εικόνες από το παράθυρο του
αστικού, καθώς εκείνο κινείτε στον ίδιο δρόμο της καθημερινότητας. Ακόμη άδειο,
λίγοι επιβάτες… Στάση. Ανεβαίνουν δυο, τρείς που επέλεξαν το 7 για να φτάσουν
στο προορισμό τους.
Ηλικιωμένοι χτυπούν τα εισιτήρια, άλλοι βρίσκουν μια τυχαία θέση και
απλά ταξιδεύουν. Σιωπηλές συζητήσεις από παρέες, άλλες πάλι έντονες από ζωντανές
φιλίες. Ο οδηγός σιωπηλός κοιτάζει τους καθρέφτες, ανοίγει πόρτες, κλείνει…
Ακόμη άδειο το 7, εγώ ο τελευταίος επιβάτης, στην τελευταία θέση. Ο
χρόνος κυλά, περνάμε στάσεις, κάποιοι φτάνουν στον προορισμό και άλλοι μόλις ξεκινούν! Ξάφνου! Το αστικό ασφυκτιεί από την
πληθώρα ατόμων. Κόσμος, άνθρωποι, άτομα, παιδιά, έφηβοι, πολλοί…
Χάνω κάθε επαφή με τον οδηγό που κοιτά την διαδρομή και παράλληλα τους καθρέπτες.
Το μόνο που μπορώ να αντικρύσω είναι η πόρτα που ανοίγει και σπρώχνει μετά βίας
τους όρθιους επιβάτες. Δύο αγόρια, μάλλον υπό την επήρεια αλκοόλ, με κοιτούν
έντονα. Σχολιάζουν, γελούν, κατεβαίνουν. Το ‘’κινούμενο μικρό χωριό’’ κινείται
και εγώ φτάνω στην ‘’δική μου πόλη’’, κατεβαίνω.
Νύχτα έξω, λίγοι άνθρωποι, καταστήματα κλειστά, κλίκα αντρών-συζητούν,
αδέσποτα, σκουπίδια κάτω, όμορφα δέντρα… Παίρνω τον δρόμο και οδεύω προς το
σπίτι. Τσακώνονται δυο τύποι στο δρόμο, φοβάμαι, τα βήματα μου- πιο έντονα ενώ
η παγωμένη από το κρύο ανάσα σταματά! Απλά περπατώ, σχεδόν τρέχω. Το στενάκι
είναι άδειο, μόνο εγώ και οι νεαροί που αποφασίζουν να έρθουν μαζί μου…
Προχωράω με σκυμμένο το κεφάλι, το βλέμμα καρφωμένο στην στροφή που θέλω να
πάρω. Τα βήματα από πίσω μου ακούγονται μέσα στη σιωπή. Φεύγουν. Φτάνω! Τρέχω στις
σκάλες, είμαι σπίτι μου. Ένα ακόμη ‘’ταξίδι’’ στη πόλη.>>