Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Αστικό, Νο 7.



Αστικό, Νο 7.

   << Κάθομαι στο τελευταίο κάθισμα του άφωνου αστικού νούμερο 7.  Θεσσαλονίκη εδώ, δρόμοι, κτίρια, αυτοκίνητα, ποδηλάτες, ουρανός… Ζωντάνια, άγχος, γέλια, συζητήσεις, βλέμματα, αναίδειες… Παρανομίες, κοσμοπολίτες, φτωχοί, άποροι, κοινωνία… Εικόνες από το παράθυρο του αστικού, καθώς εκείνο κινείτε στον ίδιο δρόμο της καθημερινότητας. Ακόμη άδειο, λίγοι επιβάτες… Στάση. Ανεβαίνουν δυο, τρείς που επέλεξαν το 7 για να φτάσουν στο προορισμό τους. 

   Ηλικιωμένοι χτυπούν τα εισιτήρια, άλλοι βρίσκουν μια τυχαία θέση και απλά ταξιδεύουν. Σιωπηλές συζητήσεις από παρέες, άλλες πάλι έντονες από ζωντανές φιλίες. Ο οδηγός σιωπηλός κοιτάζει τους καθρέφτες, ανοίγει πόρτες, κλείνει…

   Ακόμη άδειο το 7, εγώ ο τελευταίος επιβάτης, στην τελευταία θέση. Ο χρόνος κυλά, περνάμε στάσεις, κάποιοι φτάνουν στον προορισμό και άλλοι μόλις  ξεκινούν! Ξάφνου! Το αστικό ασφυκτιεί από την πληθώρα ατόμων. Κόσμος, άνθρωποι, άτομα, παιδιά, έφηβοι, πολλοί…

   Χάνω κάθε επαφή με τον οδηγό που κοιτά την διαδρομή και παράλληλα τους καθρέπτες. Το μόνο που μπορώ να αντικρύσω είναι η πόρτα που ανοίγει και σπρώχνει μετά βίας τους όρθιους επιβάτες. Δύο αγόρια, μάλλον υπό την επήρεια αλκοόλ, με κοιτούν έντονα. Σχολιάζουν, γελούν, κατεβαίνουν. Το ‘’κινούμενο μικρό χωριό’’ κινείται και εγώ φτάνω στην ‘’δική μου πόλη’’, κατεβαίνω. 

   Νύχτα έξω, λίγοι άνθρωποι, καταστήματα κλειστά, κλίκα αντρών-συζητούν, αδέσποτα, σκουπίδια κάτω, όμορφα δέντρα… Παίρνω τον δρόμο και οδεύω προς το σπίτι. Τσακώνονται δυο τύποι στο δρόμο, φοβάμαι, τα βήματα μου- πιο έντονα ενώ η παγωμένη από το κρύο ανάσα σταματά! Απλά περπατώ, σχεδόν τρέχω. Το στενάκι είναι άδειο, μόνο εγώ και οι νεαροί που αποφασίζουν να έρθουν μαζί μου… Προχωράω με σκυμμένο το κεφάλι, το βλέμμα καρφωμένο στην στροφή που θέλω να πάρω. Τα βήματα από πίσω μου ακούγονται μέσα στη σιωπή. Φεύγουν. Φτάνω! Τρέχω στις σκάλες, είμαι σπίτι μου. Ένα ακόμη ‘’ταξίδι’’ στη πόλη.>>

Οι δείκτες της εποχής.

Οι δείκτες της εποχής.


   Εδώ, σε αυτή την ανεξήγητη εποχή νυχτώνει και ξημερώνει την ίδια ακαριαία στιγμή. Οι δείκτες του ανεξάρτητου ρολογιού σταματούν να κινούνται! Τρέχουν μέσα στο χαώδες πολύπαθο πληθυσμό του Σαββάτου. Ένα πλήθος ανθρώπων κινούνται ρυθμιζόμενοι από την κάθε στιγμή που κυλά βουβά στα κρεμασμένα ρολόγια απάνω στους τοίχους. Είτε αυτά είναι τοίχοι καταστημάτων, είτε κατοικιών, είτε ψυχών των ανθρώπων.


   Τι πιο δυνατό από έναν ψυχικό λιτό δείκτη ρολογιού, σταματημένο στο αποδοκιμασμένο εγώ των ατόμων; Τίποτε άλλο από τον αιώνιο μεμπτό φόβο, τον φόβο της αποτυχίας, των νέων ξεκινημάτων, απαρχών επιλογών, τον φόβο για ζωή. Αυτός ο δηκτικός φόβος είναι που σε σταματά στο άγνωστο σκότος, που αδυνατεί να σε απελευθερώσει αν δεν το επιθυμείς ο ίδιος.


   Μια αδρανέστατη κατάσταση που συναντάς στην καθημερινότητα. Κάθε ξημέρωμα επικρίνεσαι σε αυτή την εποχή, την εποχή του χρόνου. ‘’Τι θα προλάβεις να πετύχεις;’’ ‘’Τι θα προλάβεις να αγαπήσεις;’’ ‘’Τι θα προλάβεις να ζήσεις;’’ Ίσως, δεν υπάρχει τίποτα ανώτερο από τον ίδιο το χρόνο. Αυτή η φυσική τροχιά κυριεύει τους πάντες, τους προγραμματίζει και ύστερα τους φέρει αντιμέτωπους με τον καθ’ αυτό φόβο τους.


   Κυλά ο χρόνος, μαζί με αυτόν οι στιγμές, οι ζωές, οι επιθυμίες, οι επιτυχίες… όλα φθείρονται! Τίποτα δεν μένει ίδιο, ούτε όμοιο. Παντού διαφαίνεται η προσπέραση του χρόνου. Τι είναι αυτό που δεν μπορεί να φθείρει; Η ίδια νωχέλεια ψυχή των φθαρμένων οπτικά ατόμων, δηλαδή των ανθρώπων… Γιατί άτομα γεννιόμαστε όλοι, άνθρωποι όμως θα γίνουμε αν κατορθώσουμε να αξιοποιήσουμε στην ψυχή μας τον κυλούμενο χρόνο, εκείνη τη στιγμή όπου η ψυχή γνωρίζει την αλήθεια. Η αλήθεια που κρύβεται σε κάθε αποδοκιμασία, σε κάθε επιλογή, σε κάθε φόβο, σε κάθε δείκτη, σε κάθε Σαββάτο, Κυριακή, Δευτέρα…

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Πριγκιπικό χρώμα…

     Είναι αυτές οι θάλασσες που ενώνονται με το γαλάζιο του ουρανού. Συντελούνται μέσα στο άπειρο κόσμο της πνοής. Εκείνης της πνοής, της βαθιάς ανάσας όταν την αντικρίζεις μπροστά σου. Μελαγχολείς… Στριφογυρίζουν  ζωντανές εικόνες των στιγματισμένων βιωμάτων στο ελεύθερο ψυχισμό σου που μόλις απελευθέρωσες.
   Χάνεις κάθε δυνατή αίσθηση που κυλά στο χρόνο. Σε κυριεύει η στιγμή! Η ίδια στιγμή που σε καθήλωσε σε εκείνο το άπειρο γαλάζιο. Ένα ανοιχτό γαλάζιο που τυφλώνει κάθε ορατό διαβάτη της πόλης, που κερδίζει την κάθε ουδέτερη και νεκρή από ζωντάνια σκέψη σου. Κάθε προβληματισμό και πρόβλημα το θέτει σε δεύτερη, τρίτη, τέταρτη… τελευταία μοίρα! Μοίρα! Είναι αυτό που καλείσαι να επιλέξεις την παγωμένη εκείνη γαλάζια στιγμή ως εμπόδιο του αύριο που αργεί να ξημερώσει.
  Γιατί γαλάζια αυτή η στιγμή της αποσυγκέντρωσης από το κάθε τι πραγματικό; Ένα πριγκιπικό χρώμα των αιώνων σου χαρίζει το ωραιότερο αξίωμα. Το αξίωμα πως το μοναδικό γαλάζιο της θάλασσας κατάφερε να ενωθεί με το ασταθέστατο γαλάζιο του ουρανού. Δύο στοιχεία που ανέκαθεν βρίσκονταν το ένα απέναντι στο άλλο κατόρθωσαν την καινότροπα ένωση τους στο άπειρο. Σε ένα άγνωστο άπειρο που το ανθρώπινο μάτι αδυνατεί  να προσηλώσει. Ένα  δογματικό άπειρο που μόνο η λυρική πραγματικότητα της ψυχής μπορεί να την αγγίξει.