Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Επειδή κοίταξα τα άστρα.

   

      Ένα τυχαίο πρωινό κοιτάχτηκα στον καθρέφτη μου, αντίκρισα τους δρόμους που χάραξα στο είδωλο μου, τόσο έντονοι δρόμοι, τόσο εκφραστικοί, λες και έκοψαν την πέτσα του προσώπου μου, μα με τον καιρό δεν έκλεισε καμία πληγή. Όλα τόσα φρέσκα στα μάτια μου, μα τόσο παλιά στον αναμετρητή χρόνο.
     Παρατήρησα και το βλέμμα μου, αλλά και εκείνο αλλοιώθηκε, δεν ήταν πια αθώο. Δεν έμοιαζε με το βλέμμα που είχα εκείνη την πρώτη φορά που κοίταξα τα άστρα... Κι αν κατεβάσω το βλέμμα μου τι θα ιδώ; αναρωτήθηκα. Το στόμα μου... σα να μην ήθελα να  ρισκάρω να το αντικρίσω, τα μάτια ωστόσο δεν αντιστάθηκαν. Πόσο ξερά χείλι απέκτησα, πόσο μουντά! Έγερναν προς τα κάτω, δεν μου άρεσε αυτό! Αλλά δεν άλλαζε η φθορά τους όσο και αν προσπάθησα. Τα φυλάκισε η ψυχή μου, όπως φυλάκισαν και εμένα σε αυτό το κελί από τότε που τόλμησα και κοίταξα τα άστρα. Δεν πρόλαβα να τα ξαναδώ! Έπεσαν άγνωστοι άνθρωποι πάνω μου σαν θηρία, με έσυραν σε άγριους δρόμους σαν αδέσποτο. Εδώ με έφεραν! Και όλο αυτό γιατί, αναρωτιέμαι, τόσα χρόνια; Επειδή κοίταξα τα άστρα; Μα θα χαράμιζα είκοσι ζωές σε αυτό το κελί, σε αυτή την φυλακή για να τα ξαναειδώ! Θα θυσίαζα χίλιους καθρέφτες για να αντικρίσω ξανά εκείνη την λάμψη! Δεν θα τραγουδούσα πότε ξανά σε αυτό το κελί, αρκεί να γνώριζα πως δεν θα πολεμούσαν την ειρήνη!  


Το δωμάτιο.

          Κάπως έτσι έγινε η αρχή. Τότε που άναψε το φως στο σκοτεινό δωμάτιο, τότε που το κάθε αντικείμενο απέκτησε μορφή, τότε που η λειτουργικότητα των πραγμάτων διαφάνηκε στην ασπρόμαυρη ανάμνηση. 

     Οι χτύποι της καρδιάς ισοστάθμισαν με τον χτύπο του ρολογιού, ενώ αγκάλιασαν, μαζικά, τα χέρια το πέρασμά τους. Έκλεισαν παράθυρα και οι κουρτίνες πια αντικείμενα βουβά, στέκονταν! Κάποτε φυσούσε αγέρας από εκείνο το μικρό παραθυράκι, κάποτε ο ήλιος το κοιτούσε, κάποτε η άνοιξη το παραθύρι αναζητούσε να διαβεί. Τόσες σιωπές σε εκείνο το σπίτι... αμίλητος στέκεσαι, παρ' όλα αυτά χαραμίζεις ώρες ατελείωτες στις σκέψεις, ίσως χαραμίσεις ζωές, το παραθύρι όμως θα αναζητά εκείνο τον ήλιο. 
     Τι προτιμάς περισσότερο κανείς δεν γνωρίζει. Κλείνεις πληγές, απελευθερώνεις τα χελιδόνια, μαζεύεις τις χρυσαφένιες κούτες και σιωπάς. Δένεις έναν κόμπο, σαν αλμυρό νερό το πίνεις, ξεδιψάς! Όλα μοιάζουν ίδια, όλα μοιάζουν κενά, όλα είναι μέρος της γης που πατάς, της γης όπου ο ίσκιος πλάθει έναν καινούριο κόσμο. Τότε ένα διστακτικό τρένο ακολουθείς, βιάζεσαι να φύγει... μα κανείς δε το φρενάρει. Κυλάς στα πατώματα με το νεκρό ύφασμα στο χέρι, ιδρώτα κυλάς. Το φως σου χαρίζει όψη, ενώ η σκιά χάθηκε κάτω από την εμβρυακή σου στάση στο πάτωμα. Βλέμμα που κάρφωσες στο άπειρο αναμετρά την στιγμή στην αιωνιότητα... εκεί θα σε περιμένω.