Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

ΘΝΗΤΟΣ

Όχι, σκέφτηκα, είμαι αυτοκαταστροφική! Όπως οι περισσότεροι από εμάς… Όχι δεν είναι δύναμη ο αργός όλεθρος, φόβος είναι… Φόβος να νιώσεις τον πόνο του «Είναι» σου, φόβος να αποδεχτείς την κάθε ήττα, φόβος να νιώσεις τα αισθήματα που πνίγεις ενώ πνίγεσαι σε αυτά. Δεν είναι διόλου δύναμη, δεν γίνεσαι έτσι δυνατός, δειλός καλείσαι.
     Σήμερα μετά από το πέρασμα των μηνών κατόρθωσα να ανοίξω μια μικρογραφία της φωτογραφίας που ακόμη ενώνει τις ζωές μας. Όχι επειδή σήμερα ένιωσα πιο δυνατή, απλά σήμερα είμαι πιο φοβισμένη από ποτέ. Ναι γι’ αυτό και το κατόρθωσα, διότι είμαι αυτοκαταστροφική! Σήμερα που έτρεχα βουβός από τις σκοτεινές μου σκέψεις, άνοιξα μια φωτογραφία μας και ύστερα χάθηκα ξανά σε αυτό το φως. Ένιωσα ξανά και ξανά την φωνή σου δίπλα μου, τις συμβουλές σου, το γέλιο σου και αυτήν την αγκαλιά που μας ενώνει ακόμη… Ναι μας ενώνει ακόμη, γιατί σαν εκείνη δεν υπήρξε καμία άλλη, δεν ήταν ένα σώμα που κρατούσε ένα άλλο κορμί, ήταν μια αγκαλιά, ένας άλλος ανεξάρτητος οργανισμός, ένας ζωντανός χτύπος που σάλευε το νου μας, ήταν μια αγκαλιά ολοκλήρωσης, μια αγκαλιά που χάριζε ζωή, ήταν μια αγκαλιά που ακόμη θυμάμαι και ακόμη την αισθάνομαι με τον φοβικό μου νου. Είναι η αγκαλιά μας, μια αγκαλιά που άγγιζε την ψυχή μου, σε εκείνη μέσα ολοκληρώνονταν…
     Και με φόβο πάλι αρνούμαι να σωπάσω, γράφω αυτές τις σειρές, που για άλλους ίσως φανούν κενές, ίσως ανόητες σκέψεις. Μα εγώ ελπίζω στην υπάρξει της μορφής σου ξανά! Σε μια άλλη χρονική στιγμή, σε μια άλλη εποχή, όπου οι γραμμές αυτές θα πέσουν ξανά στα δικά σου χέρια, και ίσως τότε δεν αρνηθείς την αλήθειά μου να ακούσεις, ίσως τυχαία σου θυμίσουν κάτι, ίσως τυχαία αισθανθείς, ίσως απλά να δημιουργήσεις στον θαρραλέο νου σου μια τέτοια ιστορία… Όπου ο ένας ήρωας είναι θνητός και ο άλλος ο άγγελος του. 

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Ίσως εκείνος που γράψει για εμάς...

    Όταν καταστρέφεις αυτό που είσαι, δεν είσαι άλλο εσύ, τρυπώνει μέσα σου το πιο βαθύ κοράκι και χτίζει δαίμονες ξένους. Παύεις να είσαι ίδιος, έχεις μοναχά την ίδια μορφή. Ανασκοπεί η σάρκα σου τον όλεθρο που προέκυψε, δίχως άμυνες. Αυτοκαταστράφηκες! τόσο απλά επέλεξες να φορέσεις παρωπίδες και να δείξεις ο ίδιος, μα δεν ήσουν! Έσφαλες  και νόμισες πως θα ξαναγινόσουν το ίδιο αθώος, το ίδιο αποδεκτός... Μα τώρα από ασφυξία έχεις ήδη πεθάνει. Δεν σκέφτηκες πως θα ανέπνεες  ξανά τον ίδιο καθαρό αέρα, αφού γνωρίζεις πως ούτε το οξυγόνο δεν είναι το ίδιο. Είναι τόσο ξένο πια ακόμη και αυτό που ήταν ότι πιο οικείο. Όλα είναι ξένα, πόδια, χέρια, πρόσωπα και τα μάτια, αφού και αυτά έχασαν την λάμψη τους. Έχασαν όλα την χλιδή της αθωότητας. Θυμίζεις πια φόβο, απώλεια, άγνοια λες και ξανάγινες παιδί μα με πολλές πληγές, χαρακώματα και μικρές γρατζουνιές. 
     Τώρα μόνη σου! ολομόναχη! Μα αυτό δεν με τρομάζει! Απλά απορείς τι είναι αυτό που σε καταστρέφει η φλόγα που υπήρξε ή ο καπνός που απέγινες; Μα πριν την φλόγα τι είχα υπάρξει; ή μήπως δεν υπήρξα ποτέ μου; Μια ουτοπία ονειρεύτηκα και σε επίγεια κόλαση βρέθηκα. Μοναχά  μνήμες που ύψωσαν την ψυχή μου θυμάμαι, την ευχή της μητέρας και τις μάχες. Και εγώ τι υπήρξα; Πριν σε γνωρίσω τι υπήρξα; Πλέον γνωρίζω πως αφού σε έχασα ένα "κρίμα" απέμεινα. 
     Έπεσε η νύχτα και σε γνώρισα και κάθε νύχτα σε γνωρίζω σε αυτό το άδειο δωμάτιο, μα δεν λέω τίποτα, μοναχά αντικρίζω τις σκέψεις και φοβάμαι τον εαυτό μου, ποια απέμεινα;  Γιατί μόνο όταν σε γνώρισα βρέθηκα με τον εαυτό μου, μα ύστερα χάθηκες... Και τώρα άγνωστη εγώ, κυκλοφορώ με άδεια μάτια, κενά αισθήματα,πανί λευκό φορώ, σχεδόν γυμνή περπατώ και κανείς δεν με αναγνωρίζει... Όλα κομμάτι ενός μοντάζ! Μα ακόμη και τώρα που εγώ με τον εαυτό μου είμαι ξένη μια ελπίδα ξεπροβάλει στο δωμάτιο... Ίσως, σε κάποιο μυθιστόρημα βρεθούμε πάλι σαν ήρωες, σκέφτομαι, ή έστω σαν σκιές ψυχών. Ίσως, δεν μας τρομάξουν οι λύκοι, ίσως γεννηθούμε πιο θαρραλέοι, ίσως εκείνος που θα γράψει για εμάς, ίσως εκείνος ξανά μέσα στην έμπνευσή του μας δημιουργήσει και μέσα σε εκείνη την έμπνευση η αγάπη μας διέξοδο βρει, ώστε να ξαναζήσει...

Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

Σαν χθες...

     Βρέχει, έξω μυρίζει γιασεμί, είναι η άνοιξη που την στολίζει με λουλούδια! Παράθυρα ορθάνοιχτα στις πολυκατοικίες, άνθρωποι γεμάτη από γιόμα και κλεψύδρες τρέχουν βασανιστικά σε στενά δρομάκια για να φτάσουν στις πλατείες των υποχρεώσεων τους. Εσύ βυθισμένος στις σκέψεις γράφεις  μελωδίες θλίψης και διακοσμείς τον νου με λευκές φανέλες, αυτές που επιτρέπουν στην λογική να χαράξει συναισθήματα στις ξηρές πληγές. Ματώνει η καρδιά, αισθάνεσαι χτύπους χαμηλά λες και η ζωή σου εξαρτάται από μια άλλη εσωτερική ζωή. Εκείνη αγκομαχεί μέσα σου, λυσσάει σαν δαμασμένο θηρίο, αγωνιά για ένα νέο ξημέρωμα, για μια νέα ορθή πνοή! 
     Χαμηλό ταβάνι και στενό στενάχωρο δωμάτιο λες και γκρεμίζεται η πλάση γύρω σου και εσύ στέκεσαι ελαφρύς και απροστάτευτος από τις τόσο οικείες πληγές σου. Όλα τόσο βατά καταστρέφουν και πνίγουν την ψυχή και το πνεύμα. Όλα τα άλλα λειτουργούν ελαφρυντικά για το βάθος της φτώχειας που ζεις, όλα τόσο δύσκαμπτα που κρούεις ο ίδιος από φωνές, ενώ λαχταράς για μια αιώνια θλίψη. Θριαμβεύεις νεκρός σε σπασμένους καθρέφτες, ψοφίμι δίχως βούληση στα αισθήματα σου βαλαντώνεις, σκλάβα του γέλιου καλείσαι, ενώ στο κλάμα το βήμα σου υπακούς. Αδράνεια, φόβος, νοσταλγία, λέξεις κρυμμένες, στιγμές περασμένες, ηρωικές προσπάθειες και μια μυστική ευχή… ψίθυρος νεκρός την πνοή σου πνίγει και δίχως ερωτηματικά όλα τα θαμμένα «Γιατί;» ανασταίνει. 
     Και τότε ναυάγιο, πλημμύρες και αρμύρες πολλές, τιμωρίες και θάνατοι ζωντανεύουν στιγμές.  Μοναχικός καλείς ανθρώπους την αταξία σου να μοιραστείς κι ας ελπίζεις ξανά την ολότητα σου να ζήσεις. Μα τότε θολώνουν επάνω σου αρώματα, μουσικές, λόγια, κλάματα… θα μείνουν εκεί μαζί σου, έως το επόμενο ναυάγιο θα σε ακολουθήσουν. Κι ας έχουν περάσει αιτίες και χρόνοι, κι ας έχεις να γευτείς την ίδια χαρά ολόκληρους μήνες, τέσσερις εποχές, σαν χθες.. όλα ήταν σαν χθες...  

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

ΕΞΙ ΒΔΟΜΑΔΕΣ

     Όταν οι άλλοι με στόλισαν νεκρό και κρέμασαν την σάρκα μου σε έναν παγιδευμένο τάφο, ποτέ δεν σκέφτηκα πως μια Δύση θα έκρουε την σαδιστική άνοιξη σε ένα κομμάτι χαρτί… Σε ένα φύλλο όπως όλα τα άλλα, λευκό ή άχρωμο, που περιμένει κάθε βράδυ νόημα να βρει μέσα από τις καταστροφικές σκέψεις. Σαν  σε κοιτάξει στα μάτια δεν σε αφήνει να βυθιστείς στον ύπνο, σε πνίγει με φαντάσματα του νου, ωσότου τα μάτια μεταμορφωθούν σε χρωματιστούς κρυστάλλους και κυλίσουν στο πρόσωπό σου, ωσότου με την λάμψη της θλίψης πνίξουν τον ψυχισμό σου. Τότε δεν σε αφήνει να τρέξεις. Μοναδική επιλογή δυο λόγια να ανταλλάξεις, ένα σε αγαπώ στους φόβους να φωνάξεις και την απουσία σου να αγκαλιάσεις.
     Ξάφνου χάνεσαι σε θλιβερές εικόνες, αντιβαίνεις σε ρόλους, ενώ δευτερεύεις το νόημα της ευτυχίας. Αναζητάς σε μέρη απρόσμενα την μικρή σου Εδέμ, σε βατά παραμύθια την μαγεία σου γυρεύεις.  Φοβάσαι ανθρώπους να πλησιάσεις, να μιλήσεις και να ανταλλάξεις βλέμματα. Κλείνεσαι στο Εγώ σου, πνίγεις με βία την ζωτικότητά σου και κάπως έτσι χάνεις την ειρήνη. Τότε, ξεκινάει ο ολέθριος πόλεμος, που δεν μοιάζει με τίποτε άλλο… Μέρες, νύχτες ακόμη και πρωινά γεύονται με την ξένη ηρεμία, αλλά μέσα σου φωτιές, κάρβουνο πια η καρδιά και βοτσαλάκια ο νους! Σαν τολμήσεις να αντικρύσεις την μορφή σου στον καθρέφτη, πνίγει το είδωλό σου μια σκιά! Ίσως ο καπνός από τις χαμένες ελπίδες, ίσως ο όλεθρος της μικρής Εδέμ…
     Πλέον τριγύρω όλα παύουν να είναι φωτεινά, ούτε καθρέφτες δεν βλέπεις, ούτε την Δύση κοιτάς! Φωνάζεις και λύνεις τον λύκο από μέσα σου, τον θρέφεις με αναμνήσεις λόγιες! Ταράζεις ψυχές, ανθρώπους, αντικείμενα! Μα κι εκείνα τελειώνουν και ο λύκος νεκρός πια, τον θάβεις έξι βδομάδες μέσα στα κάρβουνα και στα βότσαλα τον πνίγεις. Τότε… Τότε οι πιο σκοτεινές σου πλευρές ανάγουν τον ήλιο, κλείνεις τα μάτια, ζητάς να ουρλιάξεις δίχως κραυγή. Τα χέρια βοηθητικά προτάσσουν να σκορπίσεις τα σωθικά σου, να πάρει ο αέρας καπνούς, να πάρουν οι θάλασσες τα βότσαλα κι εσύ να μείνεις άδειος! Ένα άδειο κομμάτι, ένα ύφασμα ανθρώπου στο πάτωμα πεσμένο και όλα να λήξουν εκεί! Να πάψεις να υπάρχεις ως «εσύ»… Μα μόλις ακουστούν καμπάνες συνειδητοποιείς πως αποτελούν σκέψεις φραγμένες, ανύπαρκτες στην ζωή. Ανοίγεις τα μάτια, στέκεσαι στο παράθυρο το ίδιο πνιγμένος αλλά το ίδιο κενός και τότε μιλάς, μιλάς… ακατάπαυστα! Μιλάς σε έναν ξένο, σε ένα λουλούδι, σε μια Γη. Ο «άνθρωπος» ψίθυρος- ψίθυρος καλπάζει από μέσα σου, τότε καλείσαι ζωντανός και όχι θαμμένος άγριος λύκος. 

Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Εκείνος ο "Εκείνος"

Εκείνος που πονά με τα δάκρυα του ύπνου πότε δεν τόλμησε να πει ψέματα κρυφά. Πάντα μια ουτοπία αναζητούσε που τον όδευε δύο βήματα και τέσσερα παραπατούσε. Μα για τις Σιωπές ποιος θα μιλήσει; Ποιος θα φωνάξει; Θα τρανταχτεί και στον εφιάλτη θα ψάξει να βρει το «Φύγε!» να εξοντώσει. Παντοτινά θα υπάρχει εκείνος ο «εκείνος» που τολμάς και θα λυγίζεις για χάρη του για να μην λυγίσει αυτός, αυτός ο «εκείνος», να μην κοπεί, απλά να στέκεται δίπλα σου και να κοιτάτε το ίδιο φεγγάρι.
Ο «Εκείνος» είναι μια απόφαση ολότελα νάρκισση, λιτή δίχως ποινή και καταδίκη. Μοναχά σε εσένα ανήκουν όλα τα «Γιατί», όλες οι λέξεις, οι πληγές, το νόημα και οι ουσίες. Και ποιος θα γίνει ο ήρωας εκείνος που θα εξοβελίζει τα βουλιαγμένα καράβια στα πελάγη και στις στεριές; Ποιος ήρωας θα καταφέρει να καλπάσει με ξίφος τα φρένα του ενάντια στους λογικούς γήινους παραδείσους, διασχίζοντας έτσι ανθρώπινες μορφές με τίμημα την χρόνια παγίδα;
 Απόφαση υστερική να γίνεσαι απατηλά ονειροπόλος, ενώ παγίδες σου στήνει το εγώ σου. Ξάφνου παίρνεις αποφάσεις  γρήγορες κρουσματικές, εναλλακτικές, ολικές και ίσως καταστροφικές. Όχι για εσένα και για εκείνον τον «Εκείνο», αλλά για τους εκείνους του γήινου παραδείσου, για εκείνους τους γκρίζους ανθρώπους που παίρνουν μορφές, για εκείνους τους παρθενικούς με τις ονειροπαγίδες.
 Και ξέρεις τι είναι εκείνο που πλέον σε τινάζει; Η ομορφότερη ψυχή που ποτέ σου έχεις συναντήσει, που για χάρη της επιλέγεις να ζεις σε μπαούλα σκεπασμένα από λογικές! Μα όταν η ονειροπαγίδα πάψει το ρόλο της να σκορπίζει, όλα θα μοιάσουν με πτώση, ακριβώς ίδια με εκείνη την βουτιά που παίρνει ο ήρωας να σκουπίσει δάκρυα, δάκρυα δικά του…
Σήμερα με τα φτερά βγαλμένα από πλάτες των ανθρώπινων μορφών επιλέγεις να κάτσεις, βγαλμένος από παγίδες, ποινές και καταδίκες. Επιλέγεις απλά να μιλήσεις για το τίποτα με εκείνον τον «εκείνο» που σημαίνει τα πάντα για εσένα. Τότε συνειδητοποιείς πως δεν υπάρχουν γήινη παράδεισοι, όνειρα και ονειροπαγίδες –γιατί αυτά αποτελούν βαθιές σιωπές, τις οποίες οι γκρίζες ανθρώπινες μορφές τις στόλισαν με λέξεις, αλλά δεν σκέφτηκαν πότε πως ο παράδεισος, το όνειρο και οι ονειροπαγίδες βρίσκονται στων ηρώων τις αγκαλιές. 

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Μάτια θλιμμένα γλυκά...

    Μη με κάνεις στην άκρη! Γιατί σε γνώρισα μεγάλος, το βράδυ ονειρεύτηκα μικρός και μόλις ξημέρωσε πάλι στην θλίψη η ψυχή μου τραβά. Αγκίστρωσες από φόβους, θλίψη και πόνους. Χάραξες ψυχικές νότες, χορδές, μουσικές. Το βράδυ ορθιάζω μεγάλος, γέροντας πονεμένος νεκρός, σε εκείνο το μωβ μαξιλάρι καμουφλαρισμένα όνειρα, πιοτά  και μοναξιές.
    Άλλη μια νύχτα χαράσσει νεκρή γραμμή στο σκοτάδι. Πού είναι οι αθώες στιγμές; Γιατί χάθηκαν ερειπωμένες φοβισμένες; Σε βλέπω πάλι μπροστά μου, σαν παιδί χάνεσαι στην σκιά μου. Εγώ κυνηγάω το άπιαστο γκρίζο είδωλό μου, ακολουθώ το βάδισμά σου, γοργό με νεύρο και θυμό! Γιατί κλαίνε τα μάτια και δεν σκουπίζω την καρδιά σου; Μάτια μου θλιμμένα γλυκά στις νύχτες με άφησες ξανά, εκεί όπου τα όνειρά μου θάφτηκαν για είκοσι χρόνια και στρατιώτης νεκρός αισθάνομαι πια. Τα πόδια κομμένα, η ανάσα βαθιά, μάτια βουρκωμένα γλυκά…    Γιατί με φοβίζει η τροχιά; Γιατί να κυλάνε τόσα «γιατί» στον μονόδρομό μου, γιατί; Γιατί έμεινα μόνη ξανά; Ή μήπως η μόνη μου συντροφιά νοθεύτηκε πάλι στην θλίψη; Κατρακύλησα από της άνοιξης την συντροφιά σε βαλτούς νεκρούς από πουλιά, σαν δαίμονας έπνιξα την βουή μου… και τώρα, σιωπή! Μα πόσα εκείνη μπορεί να σου πει; Πόσα φοβάται και πόσο ελπίζει; Μόνο ένας άγγελος μπορεί και αντικρίζει.
    Νύχτα, σιωπή, πιοτό χωρίς φεγγάρι. Ένα αστέρι κατοικεί σε ένα στενό, σε ένα βράδυ. Έσπασαν τείχη, καθρέφτες, μάσκες ράγισαν, την θλίψη στα χείλη μόνιμο κραγιόν διακόσμησαν. Νύχια κρυμμένα στα μαξιλάρια τινάζουν σιωπές, πνίγει το δίκιο και βαλσαμώνει χαρές. Φωτογραφίες θάμπωσε ο νους! Εράσμια ψυχή και εαυτός λησμονημένος, τον φοβισμένο άγγελο θαρρεί πως θα ‘ρθει να τον βρει. Μα πότε εκείνος θα αντιληφθεί πως το ταξίδι είναι η ζωή κι ας είναι μονόδρομος με κοράκια κρυμμένα στους θάμνους; Φοβάσαι ακούει στο πέρασμά της, πηγές νεκρές, μάνες θαμμένες λούζει την φυγή. Μα τα φτερά σου δεν είναι κομμένα, είναι κρυμμένα στην ψυχή! Φόρεσε τα απόψε, ακόμη κι αν εγώ θα έχω φύγει-δεν θα κατοικώ σε αυτό το σώμα που σε πνίγει-πέτα σε πλατείες, πάρκα, παραδείσους, που σοκακεύουν σε βιβλία και στις κρυμμένες από τον εαυτό σου μελωδίες.